Μεσάζοντας στα ισλανδικά
Μετάφραση: μεσάζοντας, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
miðlari, miðlara, Broker, milligönguaðili, lari
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεσάζοντας
μεσάζοντας λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μεσάζοντας στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μερικώς στα ισλανδικά - sumt, sumpart, hluta, að hluta, hluta til, að hluta til, ma
- μερσίνη στα ισλανδικά - Mersin
- μεσάζων στα ισλανδικά - milliliður, er milliliður, milligöngumađur
- μεσάνυχτα στα ισλανδικά - miðnætti, á miðnætti, er miðnætti, Midnight, komið miðnætti
Τυχαίες λέξεις
Μεσάζοντας στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: miðlari, miðlara, Broker, milligönguaðili, lari
Μεταφράσεις: miðlari, miðlara, Broker, milligönguaðili, lari