Μεσάζοντας στα ουκρανικά
Μετάφραση: μεσάζοντας, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
середньостроковий, брокер, группа
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεσάζοντας
μεσάζοντας λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μεσάζοντας στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μερικώς στα ουκρανικά - частиною, часткою, почасти, частково
- μερσίνη στα ουκρανικά - мирт, Мерсін, Мерсин
- μεσάζων στα ουκρανικά - посередники, посередник, посредник, посередника
- μεσάνυχτα στα ουκρανικά - внутрішній, опівночі, північ
Τυχαίες λέξεις
Μεσάζοντας στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: середньостроковий, брокер, группа
Μεταφράσεις: середньостроковий, брокер, группа