Νεοσύλλεκτος στα δανικά

Μετάφραση: νεοσύλλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inductee
Νεοσύλλεκτος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεοσύλλεκτος

νεοσύλλεκτος αγγλικα, νεοσύλλεκτος λεξικό γλώσσας δανικά, νεοσύλλεκτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • νεκρό στα δανικά - døde, dead, død, dødt, dřd
  • νεκρός στα δανικά - død, uddød, slukket, døde, dead, dødt, dřd
  • νεράιδα στα δανικά - fe, fairy, eventyr, feen
  • νεροποντή στα δανικά - bløde, regnskyl, regnbyge, nedbør
Τυχαίες λέξεις
Νεοσύλλεκτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inductee