Νεοσύλλεκτος στα ισλανδικά
Μετάφραση: νεοσύλλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýliði, inductee
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεοσύλλεκτος
νεοσύλλεκτος αγγλικα, νεοσύλλεκτος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, νεοσύλλεκτος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- νεκρό στα ισλανδικά - hlutlaus, dauður, dauðum, dauðir, dauðu, dáinn
- νεκρός στα ισλανδικά - dauður, látinn, dáinn, dauðum, dauðir, dauðu
- νεράιδα στα ισλανδικά - álfur, dís, ævintýri, Fairy, álfa
- νεροποντή στα ισλανδικά - húðarrigning, downpour
Τυχαίες λέξεις
Νεοσύλλεκτος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: nýliði, inductee
Μεταφράσεις: nýliði, inductee