Νεοσύλλεκτος στα εσθονικά

Μετάφραση: νεοσύλλεκτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värbama, inductee
Νεοσύλλεκτος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεοσύλλεκτος

νεοσύλλεκτος αγγλικα, νεοσύλλεκτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, νεοσύλλεκτος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • νεκρό στα εσθονικά - neutraalne, surnud, surnute, surnuks, surnuna, surnult
  • νεκρός στα εσθονικά - täiesti, surnud, surnute, surnuks, surnuna, surnult
  • νεράιδα στα εσθονικά - homo, haldjalik, haldjas, Fairy, muinasjutt, muinasjuttude, muinas
  • νεροποντή στα εσθονικά - valing, paduvihm, Lavender Blue, paduvihma
Τυχαίες λέξεις
Νεοσύλλεκτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: värbama, inductee