Ξοδεύω στα δανικά

Μετάφραση: ξοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbringe, bruge, tilbringer, bruger, betale
Ξοδεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξοδεύω

ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω λεξικό γλώσσας δανικά, ξοδεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ξιφασκία στα δανικά - hegn, fægtning, stakit, indhegning, trådgitter, fencing
  • ξιφολόγχη στα δανικά - bajonet, bajonetten, bayonet, bajonetfatning
  • ξυλεία στα δανικά - træ, skov, tømmer, træet, af træ
  • ξυλώδης στα δανικά - woody, træagtig, skov, træagtige
Τυχαίες λέξεις
Ξοδεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilbringe, bruge, tilbringer, bruger, betale