Ξοδεύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ξοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
марнаваць, траціць, выдаткоўваць, губляць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξοδεύω
ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ξοδεύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ξιφασκία στα λευκορωσικά - агароджа, агароджу, абгароджванне, агароджванне
- ξιφολόγχη στα λευκορωσικά - штык, багнет, штых, штыком
- ξυλεία στα λευκορωσικά - лес, дрэва, лесаматэрыялы
- ξυλώδης στα λευκορωσικά - драўняны, дрэўны, драўляны, древесный
Τυχαίες λέξεις
Ξοδεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: марнаваць, траціць, выдаткоўваць, губляць
Μεταφράσεις: марнаваць, траціць, выдаткоўваць, губляць