Ξοδεύω στα φινλανδικά
Μετάφραση: ξοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viettää, kuluttaa, käyttää, viettävät, käyttävät
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξοδεύω
ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ξοδεύω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ξιφασκία στα φινλανδικά - miekkailu, aidat, fencing, aitaus
- ξιφολόγχη στα φινλανδικά - pistin, bajonetti, bayonet, pistimen, pikaliitin
- ξυλεία στα φινλανδικά - puut, parru, metsä, sahatavara, puutavara, puu, puutavaran, ...
- ξυλώδης στα φινλανδικά - puumainen, woody, puuvartiset, puumaiset, puumaisten
Τυχαίες λέξεις
Ξοδεύω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: viettää, kuluttaa, käyttää, viettävät, käyttävät
Μεταφράσεις: viettää, kuluttaa, käyttää, viettävät, käyttävät