Ξοδεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ξοδεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gastar, período, passar, gastam, passam, gasta
Ξοδεύω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξοδεύω

ξοδεύω συνώνυμο, ξοδεύω συνώνυμα, ξοδεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξοδεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ξιφασκία στα πορτογαλικά - esgrima, cercas, Tipo de cerca, vedação, de esgrima
  • ξιφολόγχη στα πορτογαλικά - baioneta, de baioneta, tipo baioneta, da baioneta, bayonet
  • ξυλεία στα πορτογαλικά - mata, florestas, floresta, madeira, inclinação, de madeira, da madeira, ...
  • ξυλώδης στα πορτογαλικά - arborizado, Woody, lenhosa, lenhosas, amadeirado
Τυχαίες λέξεις
Ξοδεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: gastar, período, passar, gastam, passam, gasta