Ομαλά στα δανικά

Μετάφραση: ομαλά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
normalt, der normalt, normalt er, normal, sædvanligvis
Ομαλά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομαλά

ομαλά μεταφραση, ομαλά ρήματα αρχαίων, ομαλά συνώνυμο, ομαλά αιμαγγειώματα, ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση, ομαλά λεξικό γλώσσας δανικά, ομαλά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ομήγυρη στα δανικά - selskab, firma, panel har, panel med
  • ομίχλη στα δανικά - dis, tåge, tågen, tåget, fog, dug
  • ομαλός στα δανικά - fast, regelmæssig, regulær, plain, almindeligt, almindelig, klart, ...
  • ομελέτα στα δανικά - omelet, æggekage, omelette
Τυχαίες λέξεις
Ομαλά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: normalt, der normalt, normalt er, normal, sædvanligvis