Ομοφυλόφιλος στα δανικά

Μετάφραση: ομοφυλόφιλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gay, bøsse, homoseksuelle, homoseksuel
Ομοφυλόφιλος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος γεννιέσαι ή γίνεσαι, ομοφυλόφιλος γκέι, ομοφυλόφιλος γκέι ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος βελουχιώτης, ομοφυλόφιλος πατέρας, ομοφυλόφιλος λεξικό γλώσσας δανικά, ομοφυλόφιλος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ομοσπονδιακός στα δανικά - Federal, føderale, føderal, føderalt, Føderative
  • ομοφυλοφιλία στα δανικά - homoseksualitet, Homoseksualitet, homoseksuelle, Homoseksualiteten, at homoseksualitet
  • ομοφωνία στα δανικά - enstemmighed, enstemmigt, enighed, om enstemmighed
  • ομπρέλα στα δανικά - paraply, parasol, paraplyen, paraplyorganisation
Τυχαίες λέξεις
Ομοφυλόφιλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gay, bøsse, homoseksuelle, homoseksuel