Ομοφυλόφιλος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ομοφυλόφιλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monter, opgewekt, lustig, goedgehumeurd, vrolijk, goedgeluimd, homoseksueel, homo-, homo, gay
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομοφυλόφιλος
ομοφυλόφιλος γεννιέσαι ή γίνεσαι, ομοφυλόφιλος γκέι, ομοφυλόφιλος γκέι ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος βελουχιώτης, ομοφυλόφιλος πατέρας, ομοφυλόφιλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ομοφυλόφιλος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ομοσπονδιακός στα ολλανδικά - federaal, federale, Federal, de federale, Federatieve
- ομοφυλοφιλία στα ολλανδικά - homoseksualiteit, homosexualiteit, Homosexuality, van homoseksualiteit, De homoseksualiteit
- ομοφωνία στα ολλανδικά - eenstemmigheid, eenparigheid van stemmen, unanimiteit, eenparigheid, unaniem
- ομπρέλα στα ολλανδικά - paraplu, parasol, overkoepelende, umbrella, overkoepelend
Τυχαίες λέξεις
Ομοφυλόφιλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: monter, opgewekt, lustig, goedgehumeurd, vrolijk, goedgeluimd, homoseksueel, homo-, homo, gay
Μεταφράσεις: monter, opgewekt, lustig, goedgehumeurd, vrolijk, goedgeluimd, homoseksueel, homo-, homo, gay