Ομοφυλόφιλος στα τούρκικα
Μετάφραση: ομοφυλόφιλος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
neşeli, keyifli, şen, eşcinsel, gay, Gey, homoseksüel, ile Eşcinsel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομοφυλόφιλος
ομοφυλόφιλος γεννιέσαι ή γίνεσαι, ομοφυλόφιλος γκέι, ομοφυλόφιλος γκέι ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος βελουχιώτης, ομοφυλόφιλος πατέρας, ομοφυλόφιλος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ομοφυλόφιλος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ομοσπονδιακός στα τούρκικα - federal, federal bir, federe
- ομοφυλοφιλία στα τούρκικα - eşcinsellik, eşcinselliğin, homoseksüellik
- ομοφωνία στα τούρκικα - oybirliği, oy birliği, oybirliğiyle, fikir birliği, görüş birliği
- ομπρέλα στα τούρκικα - şemsiye, Umbrella, şemsiyesi, çatı, bir şemsiye
Τυχαίες λέξεις
Ομοφυλόφιλος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: neşeli, keyifli, şen, eşcinsel, gay, Gey, homoseksüel, ile Eşcinsel
Μεταφράσεις: neşeli, keyifli, şen, eşcinsel, gay, Gey, homoseksüel, ile Eşcinsel