Ουσιαστικά στα δανικά
Μετάφραση: ουσιαστικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
væsentlige, det væsentlige, i det væsentlige, hovedsagelig, væsentligt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικά
ουσιαστικά α κλίσης, ουσιαστικά ασκήσεις γ δημοτικού, ουσιαστικά β κλίσης, ουσιαστικά γ κλίσης, ουσιαστικά σε ειο, ουσιαστικά λεξικό γλώσσας δανικά, ουσιαστικά στα δανικά
Μεταφράσεις
- ουρλιάζω στα δανικά - yowl
- ουσία στα δανικά - kerne, essens, stof, stoffet, stoffer, substans
- ουσιαστικό στα δανικά - substantiv, navneord, noun, subst, navneordet
- ουσιαστικός στα δανικά - betydelige, væsentlig, betydelig, væsentlige, betydeligt
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: væsentlige, det væsentlige, i det væsentlige, hovedsagelig, væsentligt
Μεταφράσεις: væsentlige, det væsentlige, i det væsentlige, hovedsagelig, væsentligt