Ουσιαστικά στα ουγγρικά

Μετάφραση: ουσιαστικά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alapjában, lényegében, alapvetően, elsősorban, lényegében a, lényegileg
Ουσιαστικά στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικά

ουσιαστικά α κλίσης, ουσιαστικά ασκήσεις γ δημοτικού, ουσιαστικά β κλίσης, ουσιαστικά γ κλίσης, ουσιαστικά σε ειο, ουσιαστικά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ουσιαστικά στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ουρλιάζω στα ουγγρικά - bömbölés, vonít, vonítás, nyivákol, csikorgását, nyivákolás
  • ουσία στα ουγγρικά - anyag, anyagot, anyagnak, anyagok, anyaggal
  • ουσιαστικό στα ουγγρικά - lényegi, anyagi, érdemi, főnév, Noun, Mutasd, Translate
  • ουσιαστικός στα ουγγρικά - vagyonos, lényeges, jelentős, alapvető, jelentősen, lényegi
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: alapjában, lényegében, alapvetően, elsősorban, lényegében a, lényegileg