Ουσιαστικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: ουσιαστικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schier, welhaast, haast, bijna, zowat, wezen, in wezen, hoofdzakelijk, essentie, voornamelijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικά
ουσιαστικά α κλίσης, ουσιαστικά ασκήσεις γ δημοτικού, ουσιαστικά β κλίσης, ουσιαστικά γ κλίσης, ουσιαστικά σε ειο, ουσιαστικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ουσιαστικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ουρλιάζω στα ολλανδικά - huilen, brullen, gemiauw, yowl, krollen, gekrol
- ουσία στα ολλανδικά - essentie, geur, pit, odeur, kern, zelfstandigheid, materie, ...
- ουσιαστικό στα ολλανδικά - substantief, naamwoord, zelfstandig naamwoord, znw, zelfstandig
- ουσιαστικός στα ολλανδικά - flink, vast, stevig, hecht, solide, massief, deugdelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schier, welhaast, haast, bijna, zowat, wezen, in wezen, hoofdzakelijk, essentie, voornamelijk
Μεταφράσεις: schier, welhaast, haast, bijna, zowat, wezen, in wezen, hoofdzakelijk, essentie, voornamelijk