Πάσχω στα δανικά

Μετάφραση: πάσχω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lide, lider, at lide, udsættes, udsat
Πάσχω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πάσχω

πάσχω από κατάθλιψη, πάσχω ( πασχω ), πάσχω από σχιζοφρένεια, πάσχω ομόρριζα, πάσχω κλίση, πάσχω λεξικό γλώσσας δανικά, πάσχω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πάροδος στα δανικά - bane, stræde, sidevej, Byway, Uansetartikel
  • πάσσαλος στα δανικά - pind, PEG, tap, tappen
  • πάταγος στα δανικά - larm, bang, brag
  • πάτερο στα δανικά - Patero
Τυχαίες λέξεις
Πάσχω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lide, lider, at lide, udsættes, udsat