Πάσχω στα ολλανδικά

Μετάφραση: πάσχω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijden, ondergaan, velen, uitstaan, uithouden, dragen, verdragen, doorstaan, dulden, last, last hebben, lijdt, te lijden
Πάσχω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πάσχω

πάσχω από κατάθλιψη, πάσχω ( πασχω ), πάσχω από σχιζοφρένεια, πάσχω ομόρριζα, πάσχω κλίση, πάσχω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πάσχω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πάροδος στα ολλανδικά - steeg, byway, zijweg, byway van, Bij wijze, Scenic Byway
  • πάσσαλος στα ολλανδικά - stijl, paal, heipaal, post, deurpost, staak, weddenschap, ...
  • πάταγος στα ολλανδικά - rumoer, herrie, afdrogen, leven, afranselen, kletteren, ophef, ...
  • πάτερο στα ολλανδικά - Patero
Τυχαίες λέξεις
Πάσχω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lijden, ondergaan, velen, uitstaan, uithouden, dragen, verdragen, doorstaan, dulden, last, last hebben, lijdt, te lijden