Πάσχω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πάσχω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sofrer, tolerar, padecer, suportar, sofra, subitamente, aguentar, sofrem, sofre, sofrerá
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πάσχω
πάσχω από κατάθλιψη, πάσχω ( πασχω ), πάσχω από σχιζοφρένεια, πάσχω ομόρριζα, πάσχω κλίση, πάσχω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πάσχω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πάροδος στα πορτογαλικά - pista, paisagem, beco, atalho, Byway, do Byway, caminho secreto, ...
- πάσσαλος στα πορτογαλικά - mourão, polaco, poste, vara, pólo, escadas, venenoso, ...
- πάταγος στα πορτογαλικά - tinido, pequeno, ruído, estrondo, golpe, bang, explosão, ...
- πάτερο στα πορτογαλικά - patero, pateiros
Τυχαίες λέξεις
Πάσχω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sofrer, tolerar, padecer, suportar, sofra, subitamente, aguentar, sofrem, sofre, sofrerá
Μεταφράσεις: sofrer, tolerar, padecer, suportar, sofra, subitamente, aguentar, sofrem, sofre, sofrerá