Πάσχω στα λιθουανικά
Μετάφραση: πάσχω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kentėti, patirti, kenčia, patiria, nukentėti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πάσχω
πάσχω από κατάθλιψη, πάσχω ( πασχω ), πάσχω από σχιζοφρένεια, πάσχω ομόρριζα, πάσχω κλίση, πάσχω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πάσχω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πάροδος στα λιθουανικά - skersgatvis, gatvelė, keliukas, Apeiti, Stovas būdas, Blakusceļš, Trumpiausią kelią
- πάσσαλος στα λιθουανικά - kablys, besti, kaištelis, gembinė, konjako porcija
- πάταγος στα λιθουανικά - bankrotas, dundėti, trenksmas, stuktelėti, braukšt, barkščioti, bumbt
- πάτερο στα λιθουανικά - Patero
Τυχαίες λέξεις
Πάσχω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kentėti, patirti, kenčia, patiria, nukentėti
Μεταφράσεις: kentėti, patirti, kenčia, patiria, nukentėti