Παλεύω στα δανικά

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kamp, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen
Παλεύω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας δανικά, παλεύω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα δανικά - wrestler, bryder, bryderen
  • παλαιός στα δανικά - gammel, gamle, gammelt, old, ældre
  • παλιάνθρωπος στα δανικά - skunk, stinkdyr, til Skunk, stinkdyret
  • παλικαρισμός στα δανικά - mobning, af mobning, mobningen
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kamp, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen