Παλεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kova, kovos, kovą, kovoti, kovai
Παλεύω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παλεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα λιθουανικά - imtynininkas, wrestler, kovotojai
  • παλαιός στα λιθουανικά - senas, senyvas, amžiaus, m, seną, moters
  • παλιάνθρωπος στα λιθουανικά - niekšas, skunkas, skunk, bjaurybė, nugalėti
  • παλικαρισμός στα λιθουανικά - įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kova, kovos, kovą, kovoti, kovai