Παλεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luta, briga, combate, lutar, luta de
Παλεύω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παλεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα πορτογαλικά - wrestler, lutador, lutador de, wrestling, lutador do
  • παλαιός στα πορτογαλικά - bem, velho, anterior, bom, precedente, antecedente, antigo, ...
  • παλιάνθρωπος στα πορτογαλικά - traste, canalha, biltre, jaritataca, Skunk, gambá, da jaritataca, ...
  • παλικαρισμός στα πορτογαλικά - assédio moral, o bullying, o assédio moral, intimidação, tiranizar
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: luta, briga, combate, lutar, luta de