Παλεύω στα ρουμανικά
Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
luptă, lupta, luptei, lupte, bătaie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλεύω
παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, παλεύω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- παλαιστής στα ρουμανικά - luptător, Luptătorul, wrestler, luptator, luptator de
- παλαιός στα ρουμανικά - vechi, bătrân, veche, vechea, vechiul, vechi de
- παλιάνθρωπος στα ρουμανικά - nemernic, sconcs, Skunk, sconcsul, ticălos
- παλικαρισμός στα ρουμανικά - agresiunii, intimidare, agresiune, hărțuirea, agresiunea
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: luptă, lupta, luptei, lupte, bătaie
Μεταφράσεις: luptă, lupta, luptei, lupte, bătaie