Παλεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
барацьба, дужанне, змаганне, борьба
Παλεύω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, παλεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα λευκορωσικά - змагар, барацьбіт, барэц, змагарка
  • παλαιός στα λευκορωσικά - стары, старый, старая
  • παλιάνθρωπος στα λευκορωσικά - скунс, скунс знiшчае
  • παλικαρισμός στα λευκορωσικά - запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: барацьба, дужанне, змаганне, борьба