Παλεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavga, mücadele, dövüş, savaş, mücadeleyi
Παλεύω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, παλεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα τούρκικα - güreşçi, wrestler, bir güreşçi, güreşçisi, güreşçidir
  • παλαιός στα τούρκικα - eski, yaşlı, eski bir, nereden
  • παλιάνθρωπος στα τούρκικα - kokarca, skunk, misty, alçak herif
  • παλικαρισμός στα τούρκικα - zorbalık, kabadayılık, sataşma, zorbalığın, gözdağı
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kavga, mücadele, dövüş, savaş, mücadeleyi