Παλεύω στα τσεχικά

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rvát, uchopit, zápas, rvačka, chvat, zápasit, popadnout, boj, boje, boji, bojovat, bojem
Παλεύω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, παλεύω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα τσεχικά - zápasník, bojovník, zápasnický, zápasníkem, zápasníka
  • παλαιός στα τσεχικά - starý, stará, staré, starou, stařec
  • παλιάνθρωπος στα τσεχικά - ničema, dareba, mizera, gauner, holomek, darebák, uličník, ...
  • παλικαρισμός στα τσεχικά - šikanování, šikana, šikany, šikanu, šikaně
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rvát, uchopit, zápas, rvačka, chvat, zápasit, popadnout, boj, boje, boji, bojovat, bojem