Παλεύω στα ιταλικά

Μετάφραση: παλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lottare, lotta, combattimento, battaglia, combattere, di lotta
Παλεύω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω λεξικό γλώσσας ιταλικά, παλεύω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • παλαιστής στα ιταλικά - lottatore, wrestler, lottatore di, lottatrice
  • παλαιός στα ιταλικά - antico, vecchio, anziano, vecchia, vecchi, antica
  • παλιάνθρωπος στα ιταλικά - mascalzone, furfante, briccone, farabutto, puzzola, moffetta, Skunk, ...
  • παλικαρισμός στα ιταλικά - bullismo, il bullismo, mobbing, prepotenza, il mobbing
Τυχαίες λέξεις
Παλεύω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: lottare, lotta, combattimento, battaglia, combattere, di lotta