Πειράζω στα δανικά
Μετάφραση: πειράζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
drille, tease, drillepind, driller, pirre
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειράζω
πειράζω λεξικό, πειράζω συνωνυμα, πειράζω λεξικό γλώσσας δανικά, πειράζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- πεινασμένος στα δανικά - sulten, hungrig, sultne
- πεινώ στα δανικά - sult, sulten, af sult, hungersnød
- πειραματίζομαι στα δανικά - forsøg, eksperiment, forsøget, eksperimentet
- πειραματικός στα δανικά - eksperimentel, eksperimenterende, eksperimentelle, eksperimentelt, forsøg
Τυχαίες λέξεις
Πειράζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: drille, tease, drillepind, driller, pirre
Μεταφράσεις: drille, tease, drillepind, driller, pirre