Πειράζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: πειράζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чесати, докучати, дражнити, дратувати
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειράζω
πειράζω λεξικό, πειράζω συνωνυμα, πειράζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πειράζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πεινασμένος στα ουκρανικά - голодуючий, убогий, накидатися, голодний, пожирати, спраглий, прагнучий, ...
- πεινώ στα ουκρανικά - голодуйте, голодувати, жадати, виснажувати, голод, голоду
- πειραματίζομαι στα ουκρανικά - експериментувати, експеримент, дослід, досвід
- πειραματικός στα ουκρανικά - спробний, пробний, піддослідний, експериментальний
Τυχαίες λέξεις
Πειράζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: чесати, докучати, дражнити, дратувати
Μεταφράσεις: чесати, докучати, дражнити, дратувати