Πειράζω στα τούρκικα
Μετάφραση: πειράζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kızdırmak, alay, muzip, ditmek, baş belâsı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειράζω
πειράζω λεξικό, πειράζω συνωνυμα, πειράζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πειράζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πεινασμένος στα τούρκικα - aç, acıkmış
- πεινώ στα τούρκικα - açlık, açlığın, açlığı
- πειραματίζομαι στα τούρκικα - deneme, deney, deneyi, deneyin
- πειραματικός στα τούρκικα - deneysel, deney, deneme, deneysel bir
Τυχαίες λέξεις
Πειράζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kızdırmak, alay, muzip, ditmek, baş belâsı
Μεταφράσεις: kızdırmak, alay, muzip, ditmek, baş belâsı