Πειράζω στα εσθονικά

Μετάφραση: πειράζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiusama, kraasima, kraakleja, õrritama, kiusupunn, tease, Kammata
Πειράζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειράζω

πειράζω λεξικό, πειράζω συνωνυμα, πειράζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, πειράζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πεινασμένος στα εσθονικά - öökimaajav, ablas, näljane, tühi, on tühi
  • πεινώ στα εσθονικά - nälgima, nälg, nälja, nälga, näljahäda, näljaga
  • πειραματίζομαι στα εσθονικά - katse, katsetama, eksperiment, eksperimendi, katses, katset
  • πειραματικός στα εσθονικά - eksperimentaalne, eksperimentaalse, eksperimentaalsed, eksperimentaalsete, eksperimentaalset
Τυχαίες λέξεις
Πειράζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kiusama, kraasima, kraakleja, õrritama, kiusupunn, tease, Kammata