Πειράζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: πειράζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erta, ögra, stríða, stríða því
Πειράζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειράζω

πειράζω λεξικό, πειράζω συνωνυμα, πειράζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πειράζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεινασμένος στα ισλανδικά - hungraður, svangur, svöng, svangir, hungraða
  • πεινώ στα ισλανδικά - hungur, hungri, hungra, hungrar, svengd
  • πειραματίζομαι στα ισλανδικά - tilraun, tilraunin, tilraunir, tilraun til, gera tilraunir
  • πειραματικός στα ισλανδικά - tilrauna, tilraunastigi, á tilraunastigi, tilraunum, tilraunaverkefni
Τυχαίες λέξεις
Πειράζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: erta, ögra, stríða, stríða því