Προσωρινός στα δανικά
Μετάφραση: προσωρινός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
midlertidig, midlertidigt, midlertidige, en midlertidig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωρινός
προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός βηματοδότης, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός φόρος, προσωρινός λεξικό γλώσσας δανικά, προσωρινός στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσωποποιώ στα δανικά - udgive, efterligne, udgive dig, udgive dig for, udgive sig
- προσωρινά στα δανικά - midlertidig, midlertidigt, midlertidigt at, om midlertidig, der midlertidigt
- προσόν στα δανικά - dyd, kvalifikation, kvalifikationer, kvalificering, kvalifikationsordning, kvalifikationsniveau
- προτέρημα στα δανικά - dyd, fordel, fortrin, udnytte, fordele, Fordelen
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: midlertidig, midlertidigt, midlertidige, en midlertidig
Μεταφράσεις: midlertidig, midlertidigt, midlertidige, en midlertidig