Προσωρινός στα εσθονικά

Μετάφραση: προσωρινός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tähtajaline, ajutine, ajutise, ajutiste, ajutised, ajutist
Προσωρινός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωρινός

προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός βηματοδότης, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός φόρος, προσωρινός λεξικό γλώσσας εσθονικά, προσωρινός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • προσωποποιώ στα εσθονικά - kehastama, kehastamiseks, kehastada, esinema, Imitoida
  • προσωρινά στα εσθονικά - ajutiselt, hetkega, hetkeks, ajutise, ajutine, ajutiseks, ajutist
  • προσόν στα εσθονικά - tublidus, toime, kunstimaitse, kvalifikatsioon, kvalifikatsiooni, kvalifikatsiooniga, kvalifitseerimise, ...
  • προτέρημα στα εσθονικά - võime, tublidus, eelis, toime, kunstimaitse, ära, eelise, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωρινός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tähtajaline, ajutine, ajutise, ajutiste, ajutised, ajutist