Υπερασπίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: υπερασπίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsvare, mester, champion, forkæmper, mesteren, vinder
Υπερασπίζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερασπίζομαι

υπερασπίζομαι την αναρχία - κατερίνα γώγου, υπερασπίζομαι συνωνυμα, ρημα υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου σημασια, υπερασπίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, υπερασπίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπερήφανα στα δανικά - Stolt, stolte, er stolte, stolthed, med stolthed
  • υπερακοντίζω στα δανικά - overgå, overskridelse, overskridelsen, oversving, overskrides, overskridelsesprocent
  • υπερασπίζω στα δανικά - forsvare, at forsvare, forsvarer, beskytte, forsvar
  • υπερασπιστής στα δανικά - advokat, sagfører, mester, champion, forkæmper, mesteren, vinder
Τυχαίες λέξεις
Υπερασπίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forsvare, mester, champion, forkæmper, mesteren, vinder