Υπερασπίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπερασπίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdedigen, verweren, kampioen, kampioen van, champion, kampioen te
Υπερασπίζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπερασπίζομαι

υπερασπίζομαι την αναρχία - κατερίνα γώγου, υπερασπίζομαι συνωνυμα, ρημα υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου, υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου σημασια, υπερασπίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπερασπίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπερήφανα στα ολλανδικά - trots, Proudly, met trots, vol trots, Toon trots
  • υπερακοντίζω στα ολλανδικά - verlopen, passeren, doorbrengen, aanreiken, langsgaan, uitblinken, doorgeven, ...
  • υπερασπίζω στα ολλανδικά - verdedigen, verweren, te verdedigen, verdediging, beschermen
  • υπερασπιστής στα ολλανδικά - advocaat, voorspreker, voorvechter, titelhouder, verdediger, kampioen, vertegenwoordiger, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπερασπίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdedigen, verweren, kampioen, kampioen van, champion, kampioen te