Όρος στα δανικά
Μετάφραση: όρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bjerg, udtryk, sigt, term, udtrykket, begrebet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όρος
όρος των ελαιών, όρος πατέρας, όρος καλλίδρομο, όρος της αφροδίτης, όρος θαβώρ, όρος λεξικό γλώσσας δανικά, όρος στα δανικά
Μεταφράσεις
- όριο στα δανικά - begrænsning, grænse, grænsen, frist, loft
- όρκος στα δανικά - ed, oath, under ed, aflægge ed
- όροφος στα δανικά - etage, gulv, sal, gulvet, ordet
- όσιος στα δανικά - Blessed, Velsignet, Salige, Salig, velsignede
Τυχαίες λέξεις
Όρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bjerg, udtryk, sigt, term, udtrykket, begrebet
Μεταφράσεις: bjerg, udtryk, sigt, term, udtrykket, begrebet