Όρος στα λιθουανικά

Μετάφραση: όρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalnas, terminas, sąvoka, trukmės, draugyste
Όρος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρος

όρος των ελαιών, όρος πατέρας, όρος καλλίδρομο, όρος της αφροδίτης, όρος θαβώρ, όρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, όρος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • όριο στα λιθουανικά - siena, riba, ribinė, limitas, ribą, apribojimas
  • όρκος στα λιθουανικά - priesaika, priesaikos, Priesaiką, imasi priesaikos
  • όροφος στα λιθουανικά - aukštas, grindys, grindų, aukšte, Floor
  • όσιος στα λιθουανικά - palaimintas, Švč, Švenčiausioji, Palaiminti
Τυχαίες λέξεις
Όρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kalnas, terminas, sąvoka, trukmės, draugyste