Ετοιμόρροπος στα εσθονικά

Μετάφραση: ετοιμόρροπος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vrakk, eiravalt, eirav, lagunenud, ramshackle, varisev, Ränsistynyt
Ετοιμόρροπος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετοιμόρροπος

ετοιμόρροπος αγγλικά, ετοιμόρροπος συνωνυμα, ετοιμόρροπος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ετοιμόρροπος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ετικέτα στα εσθονικά - etikett, märgistama, silt, tag, sildi, märksõnaga, tunnussõna
  • ετοιμασία στα εσθονικά - asetus, kokkulepe, ettevalmistamine, ettevalmistus, ettevalmistamisel, ettevalmistamise, valmistise
  • ετοιμότητα στα εσθονικά - erksus, tähelepanelikkus, valmisolek, valmidusaste, valmisolekut, valmisoleku, valmis
  • ετυμηγορία στα εσθονικά - otsus, kohtuotsus, kohtuotsust, otsust, hinnangu
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμόρροπος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vrakk, eiravalt, eirav, lagunenud, ramshackle, varisev, Ränsistynyt