Ετοιμόρροπος στα ιταλικά
Μετάφραση: ετοιμόρροπος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sgangherato, sgangherata, fatiscente, ramshackle, fatiscenti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετοιμόρροπος
ετοιμόρροπος αγγλικά, ετοιμόρροπος συνωνυμα, ετοιμόρροπος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ετοιμόρροπος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ετικέτα στα ιταλικά - etichetta, tag, modifica, variabile, tag di
- ετοιμασία στα ιταλικά - accordo, ordinamento, disposizione, organizzazione, ordine, preparazione, preparato, ...
- ετοιμότητα στα ιταλικά - prontezza, disponibilità, preparazione, pronto, la disponibilità
- ετυμηγορία στα ιταλικά - verdetto, giudizio, sentenza, verdetto di, il verdetto
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμόρροπος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sgangherato, sgangherata, fatiscente, ramshackle, fatiscenti
Μεταφράσεις: sgangherato, sgangherata, fatiscente, ramshackle, fatiscenti