Ετοιμόρροπος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ετοιμόρροπος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aplūžęs, galudienis, Izļodzījies, apgriuvęs, aptriušęs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετοιμόρροπος
ετοιμόρροπος αγγλικά, ετοιμόρροπος συνωνυμα, ετοιμόρροπος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ετοιμόρροπος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ετικέτα στα λιθουανικά - etiketė, žyma, tag, tegus, žymė
- ετοιμασία στα λιθουανικά - organizavimas, rengimas, paruošimas, pasirengimas, preparatas, parengimas
- ετοιμότητα στα λιθουανικά - pasirengimas, pasirengimą, parengtis, parengties, pasirengimo
- ετυμηγορία στα λιθουανικά - verdiktas, nuosprendis, nuosprendį, sprendimas, verdiktą
Τυχαίες λέξεις
Ετοιμόρροπος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aplūžęs, galudienis, Izļodzījies, apgriuvęs, aptriušęs
Μεταφράσεις: aplūžęs, galudienis, Izļodzījies, apgriuvęs, aptriušęs