Εφεύρεση στα εσθονικά
Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leiutis, leiutise, leiutisele, leiutises, leiutist
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας εσθονικά, εφεύρεση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εφευρετικός στα εσθονικά - leidlik, leiutatud, leiutisekohase, leiutisekohane, leiutisekohast
- εφευρετικότητα στα εσθονικά - leidlikkus, nupukus, leidlikkust, leidlikkuse, leidlikkusel, leidlikkusele
- εφηβεία στα εσθονικά - noorukiiga, puberteet, puberteeti, puberteedi, puberteedieas, puberteedile
- εφηβικός στα εσθονικά - alaealine, nooruslik, nooruk, Naimaikäinen, Hemaiseva
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: leiutis, leiutise, leiutisele, leiutises, leiutist
Μεταφράσεις: leiutis, leiutise, leiutisele, leiutises, leiutist