Εφεύρεση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
invente, inventar, inovação, invenção, invento, inven�o, presente invenção
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφεύρεση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εφευρετικός στα πορτογαλικά - inventivo, inventiva, invenção, da invenção, criativos
- εφευρετικότητα στα πορτογαλικά - inventividade, criatividade, inventiva, a inventividade, inventivo
- εφηβεία στα πορτογαλικά - puberdade, a puberdade, da puberdade, puberty
- εφηβικός στα πορτογαλικά - núbil, nubile, idade de casar, casadoura, em idade de casar
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: invente, inventar, inovação, invenção, invento, inven�o, presente invenção
Μεταφράσεις: invente, inventar, inovação, invenção, invento, inven�o, presente invenção