Εφεύρεση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изум, пронајдокот, пронајдок, пронаоѓањето, откривањето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εφεύρεση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εφευρετικός στα σλαβομακεδονικά - инвентивен, инвентивни, инвентивна, инвентивната, инвентивно
- εφευρετικότητα στα σλαβομακεδονικά - инвентивност, инвентивноста, од инвентивноста, иновативноста, иновативност
- εφηβεία στα σλαβομακεδονικά - пубертет, пубертетот, на пубертетот, во пубертет
- εφηβικός στα σλαβομακεδονικά - сексапилна
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: изум, пронајдокот, пронајдок, пронаоѓањето, откривањето
Μεταφράσεις: изум, пронајдокот, пронајдок, пронаоѓањето, откривањето