Εφεύρεση στα τούρκικα
Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
icat, buluş, buluşun, Bu buluş
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφεύρεση
εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας τούρκικα, εφεύρεση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εφευρετικός στα τούρκικα - yaratıcı, buluşa, buluş, buluşa ait, buluşa uygun
- εφευρετικότητα στα τούρκικα - inventiveness, yaratıcılığı, yaratıcılık, buluşçuluk
- εφηβεία στα τούρκικα - ergenlik, puberte, erginlik, puberty, püberte
- εφηβικός στα τούρκικα - genç, çekici, nubile, gelinlik, evlenecek yaşta, yüzdüklerini
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: icat, buluş, buluşun, Bu buluş
Μεταφράσεις: icat, buluş, buluşun, Bu buluş