Εφεύρεση στα ρουμανικά

Μετάφραση: εφεύρεση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
invenţie, invenție, invenții, invenției, inventie, invenție se
Εφεύρεση στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφεύρεση

εφεύρεση χαρτιού, εφεύρεση τηλεφωνου, εφεύρεση υπολογιστή, εφεύρεση κινητού τηλεφώνου, εφεύρεση τηλέφωνο, εφεύρεση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εφεύρεση στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • εφευρετικός στα ρουμανικά - inventiv, conform invenției, inventivă, inventive, inventivi
  • εφευρετικότητα στα ρουμανικά - inventivitate, inventivitatea, inventivității, ingeniozitate, inventiv
  • εφηβεία στα ρουμανικά - pubertate, pubertatii, pubertății, la pubertate, pubertatea
  • εφηβικός στα ρουμανικά - adolescent, nubil, nubile, nubilă
Τυχαίες λέξεις
Εφεύρεση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: invenţie, invenție, invenții, invenției, inventie, invenție se