Μαθήτρια στα εσθονικά
Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pupill, õpilane, koolitüdruk, Schoolgirl, koolitüdruku, koolitüdrukule
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαθήτρια
μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας εσθονικά, μαθήτρια στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μαζεύω στα εσθονικά - kirka, rullima, noppima, valima, krookima, koguma, näima, ...
- μαζικός στα εσθονικά - mass, missa, massiline, massachusetts, massi, massiga, täismass, ...
- μαθηματικά στα εσθονικά - aritmeetika, matemaatika, matemaatikas, matemaatikat
- μαθηματικός στα εσθονικά - matemaatik, matemaatiku
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pupill, õpilane, koolitüdruk, Schoolgirl, koolitüdruku, koolitüdrukule
Μεταφράσεις: pupill, õpilane, koolitüdruk, Schoolgirl, koolitüdruku, koolitüdrukule