Μαθήτρια στα ισλανδικά
Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
schoolgirl, skólastúlka
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαθήτρια
μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μαθήτρια στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μαζεύω στα ισλανδικά - safna, að safna, innheimta, safna saman, safnað
- μαζικός στα ισλανδικά - massi, massa, þyngd, massinn
- μαθηματικά στα ισλανδικά - stærðfræði, í stærðfræði, Mathematics, stærðfræði og
- μαθηματικός στα ισλανδικά - stærðfræðingur, stærðfræðingurinn, stærðfræðingur til
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: schoolgirl, skólastúlka
Μεταφράσεις: schoolgirl, skólastúlka