Μαθήτρια στα ουκρανικά

Μετάφραση: μαθήτρια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лялечки, школярка, школьница
Μαθήτρια στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαθήτρια

μαθήτρια στην αθήνα έφαγε αποβολή για την εμφάνιση της.. (δες πως πήγε ), μαθήτρια που γδύνεται στην τάξη, μαθήτρια τούμπανο, μαθήτρια δείχνει τα γεννητικά της όργανα, μαθήτρια-τούμπανο έπεσε και έδειξε στήθος στην παρέλαση, μαθήτρια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μαθήτρια στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαζεύω στα ουκρανικά - убирати, набрати, згорніть, збиратися, збирати, протикати, поратись, ...
  • μαζικός στα ουκρανικά - бал-маскарад, маса, безліч
  • μαθηματικά στα ουκρανικά - математика, арифметичний, арифметика, математики
  • μαθηματικός στα ουκρανικά - математично, математик, математика
Τυχαίες λέξεις
Μαθήτρια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лялечки, школярка, школьница